Μιλώντας με τους ασθενείς μου καθημερινά συνειδητοποιώ πόσο σημαντικό πράγμα είναι η ακρόαση και πόσο σπουδαία είναι η τέχνη της ακρόασης. Είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνεις καλός ακροατής παρά καλός ομιλητής. Στην πραγματικότητα η ιδανική ακρόαση απαιτεί απερίσπαστο πνεύμα γιατί δεν ακούν τα αυτιά αλλά ο νούς μας, «Νους ορά και Νους ακούει» λοιπόν. Ένα μεγάλο μέρος των διαφωνιών και των παρεξηγήσεων της ζωής μας αλλά και της γενικότερης ανικανότητας να συνεργαστούμε, οφείλεται σε κακή ακρόαση του συνανθρώπου μας. Δεν ακούει σωστά ο σύζυγος τη σύζυγο, ο γονιός το παιδί, ο εργοδότης τον υφιστάμενο, ο καραβοκύρης τον ναύτη, ο γιατρός τον ασθενή, ο πολιτικός τον λαό, ο πρωθυπουργός τους υπουργούς του.

H αδυναμία ακρόασης δυσκολεύει άτομα, καταστρέφει ανθρώπινες σχέσεις, διαλύει οικογένειες, επιδεινώνει ασθένειες.

Παρατηρούμε αυτή τη γενικευμένη αδυναμία ακρόασης π.χ. στη χάβρα των τηλεοπτικών παραθύρων, εκεί όπου κανείς δεν ακούει κανέναν και όλοι έχουν προσχηματισμένες απόψεις στο κεφάλι τους γύρω από τι πρόκειται να εκφράσει ο συνομιλητής τους. Αυτό στη γλώσσα της ψυχολογίας ονομάζεται «νόμος της γυάλινης σφαίρας» που σημαίνει μαντεύω τι θα πείς χωρίς να σε ακούσω προσεκτικά, όπως ακριβώς κάνουν οι μάγισσες και οι χαρτορίχτρες με τη γυάλινη σφαίρα μέσα στην οποία υποτίθεται ότι βλέπουν το μέλλον. Και όμως η αδυναμία ακρόασης δυσκολεύει άτομα, καταστρέφει ανθρώπινες σχέσεις, διαλύει οικογένειες, επιδεινώνει ασθένειες. Έτσι οι κλιμακούμενες αρνητικές επιδράσεις της προβληματικής αυτής επικοινωνίας προεκτείνονται τελικά σε λαούς και ολόκληρες κοινωνίες. Η κοινωνία θα έπρεπε ίσως να επενδύσει πολύ περισσότερα στην τέχνη της επικοινωνίας και την εκπαίδευση στην αποτελεσματική ακρόαση.

Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν χαρισματικοί άνθρωποι στο ζήτημα της ακρόασης αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν τελικά να μάθουν πως να ακούνε και πως να επικοινωνούν ικανοποιητικά. Δεν είναι επίσης αυτονόητο ότι κάποιοι επαγγελματίες (π.χ. γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι) επειδή έχουν αποκτήσει ειδικά επαγγελματικά προσόντα έχουν και ικανότητα επικοινωνίας γενικότερα. Οι στατιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο δείχνουν ότι περίπου δύο στις τρείς μηνύσεις που γίνονται από ασθενείς εναντίον γιατρών οφείλονται σε κακή επικοινωνία, ανεπάρκεια ενημέρωσης και έλλειψη συμπαράστασης μετά από επιπλοκή που σχετίζεται με ιατρική παρέμβαση. Είναι ξεκάθαρο ότι η  ανεπαρκής ενημέρωση και η αδιαφορία εξοργίζουν τον ασθενή και το περιβάλλον του πολύ περισσότερο από το ίδιο το ιατρικό λάθος. Το όλο ζήτημα ανάγεται στο σημαντικό έλλειμα που υπάρχει στην εκπαίδευση των γιατρών (και γενικώτερα των στελεχών υγείας) στον τομέα της επικοινωνίας. Μάλιστα παραμένει αντιφατικό το πως πεπειραμένοι και έμπειροι κλινικοί γιατροί, χειριστές σύγχρονης ψηφιακής βιοτεχνολογίας αδυνατούν να συνομιλήσουν με ασθενείς τους και να εξηγήσουν με σαφήνεια (σε απλή καθημερινή διάλεκτο) το πως, το γιατί, την πιθανότητα επιπλοκών αλλά και τη μελλοντική πρόγνωση μετά από κάποια διάγνωση, θεραπεία ή ιατρική παρέμβαση.

Η  απλή και κατανοητή εξήγηση των επιστημονικών δεδομένων, στη γλώσσα που μιλάει ο κάθε ασθενής, είναι δείκτης του επιπέδου παιδείας-εκπαίδευσης του θεράποντα γιατρού. Αρκετοί γιατροί δυστυχώς χρησιμοποιούν (σκόπιμα) επιστημονικούς όρους, ακατανόητους από τον ασθενή και τους συγγενείς του, επειδή πιστεύουν ότι με αυτή τη μέθοδο θα επιδείξουν εμβρίθεια  και έτσι θα «μαγέψουν» τον πάσχοντα πελάτη και το περιβάλλον του. Η αλήθεια όμως κινείται πρός την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση στο ζήτημα της απλοποίησης (εκλαίκευσης) της επιστήμης στον μέσο άνθρωπο. Ο Αλβέρτος Άινσταιν έλεγε ότι αν τελικά δεν μπορεί ένας ειδικός να επεξηγήσει κάποιο επιστημονικό πρόβλημα σε ένα εξάχρονο παιδί τότε δεν το έχει και ο ίδιος καταλάβει καλά.

Το πρόβλημα της ακρόασης ξεκινάει από την απουσία συστηματικής εκπαίδευσης στην επικοινωνία σε επίπεδο Ιατρικών Σχολών, αφενός επειδή το μάθημα επικοινωνίας θεωρείται λιγότερο σημαντικό (σε σχέση πχ με την ανατομία, την φυσιολογία και την φαρμακολογία) αφετέρου διότι (εντελώς εσφαλμένα) θεωρείται ότι η ικανότητα της επικοινωνίας εμπεριέχεται αυτονόητα στην «περίοπτη» επαγγελματική ιδιότητα του γιατρού. Στο σημείο αυτό οι διεθνείς στατιστικές δείχνουν ότι οι γιατροί πολύ συχνά είναι κακοί ακροατές των ασθενών τους, πρώτον επειδή περισπώνται σε πολλά παράλληλα καθήκοντα και δεύτερον επειδή θεωρούν άσκοπες-αυτονόητες τις ερωτήσεις και τις απαιτήσεις των ασθενών τους.

Δυστυχώς η ευαισθησία των ασθενών στο να ανιχνεύουν άμεσα την ανικανότητα του θεράποντα ιατρού «να ακούει» προκαλεί το πρώτο ρήγμα στη σχέση γιατρού-ασθενή. Το δεύτερο και ίσως βαθύτερο ρήγμα επέρχεται όταν ο ασθενής έχει να αντιμετωπίσει την αδιαφορία και την έλλειψη συμπαράστασης μετά την εμφάνιση κάποιας επιπλοκής στην πορεία της ασθένειας του. Η ικανότητα επικοινωνίας δεν είναι αυτονόητη και θα έπρεπε ίσως οι Ιατρικές Σχολές αλλά και οι Ιατρικοί Σύλλογοι να αναλάβουν το έργο της εκπαίδευσης των γιατρών στον τομέα της επικοινωνίας. Έτσι αφενός θα προστατεύονται οι γιατροί από παρενέργειες ώστε να μπορούν να ασκούν απερίσπαστοι και ασφαλείς το δύσκολο και ψυχοφθόρο λειτούργημα τους αφετέρου δεν θα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι αυξανόμενες διώξεις των γιατρών (και οι τεράστιες οικονομικές απαιτήσεις αστικής ευθύνης) από τα γεράκια των  ειδικών δικηγόρων σε ιατρο-νομικά ζητήματα. Όμως το κυριώτερο, όταν υπάρχει καλή επικοινωνία, οι ασθενείς και το περιβάλλον τους θα μπορούν να εμπιστεύονται, να σέβονται τους θεράποντες γιατρούς και να αφήνονται με ασφάλεια στα υπεύθυνα χέρια τους.

Θυμήθηκα έτσι τον περαματάρη στην ιστορία του «Σιντάρτα», το περίφημο βιβλίο του Χέρμαν Έσσε. Εκείνος ο περαματάρης ήταν ο ιδανικός ακροατής του ανθρώπινου λόγου, η ακρόαση του περνούσε ξεκάθαρα στη σφαίρα των πνευματικών ζητημάτων και έτσι μπορούσε να βουτάει μέσα στα άδηλα και τα κρύφια της ύπαρξης. Παραπέμπω απευθείας στο σχετικό απόσπασμα από τον Σιντάρτα που αφορούσε το είδος της ακρόασης του περαματάρη: «Εκείνος πάντα σιωπούσε και μόνον άκουγε, δεν μιλούσε ποτέ, ρουφούσε τα λόγια των ανθρώπων όπως το δέντρο τη βροχή».

Πηγή: athensvoice.gr

Newsletter