Κι αν έχουν κυκλοφορήσει βιβλία και άρθρα τα τελευταία χρόνια υπό τον τίτλο “The subtle art of …” (όπου αποσιωπητικά, συμπληρώνει κανείς κατά το δοκούν). Στα ελληνικά θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε ως “Η ευγενής τέχνη της/ του ….”. Η μεταφορά δεν αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη μορφη τέχνης με την παραδοσιακή έννοια, αλλά περισσότερο σε μια καλλιεργημένη, επίκτητη ικανότητα της κάθε μίας και του καθενός να πετυχαίνει αυτό που θέλει. Για παράδειγμα, το γνωστό βιβλίο “The subtle art of not giving a f**k” παραπέμπει στην ικανότητα του να μην σκοτιζόμαστε. Και ουτω κάθ’ εξής.

Συνήθως αυτά τα βιβλία και άρθρα παραπέμπουν με τη σειρά τους σε μια σειρά από ατομοκεντρικές τεχνικές, ιδέες και προτάσεις, ικανές να μας εμπνεύσουν στην κατεύθυνση της αλλαγής, δια της πλήρους ενδυνάμωσης και επιβεβαίωσης του Εγώ μας. Αν και σε ένα επίπεδο διαφωνώ με αυτή την προσέγγιση, σε ένα άλλο τη θεωρώ χρήσιμη.

Έστω ότι τις τελευταίες ημέρες καλούμαστε οι περισσότεροι να αναμετρηθούμε με την ικανότητα του να είμαστε ευέλικτοι, να αφήνουμε πίσω μας στάσεις και συμπεριφορές, να επιδιδόμαστε στην “subtle art of letting go“, στην τέχνη της “αποδέσμευσής” μας. Αποδεσμευόμαστε, λοιπόν, από τη συνήθεια και τη ρουτίνα μας, στο όνομα ενός κοινού σκοπού, που εν προκειμένω αφορά στην προστασία της δημόσιας υγείας και τη συλλογική μας ασφάλεια. Και καλούμαστε να ζήσουμε, να φάμε, να εργαστούμε, να ερωτευτούμε στα χρόνια του κορονοϊού.

Συχνά, η λέξη “αποδέσμευση” φέρει αρνητικές συνυποδηλώσεις -σαν ξεφόρτωμα, αλλά και εγκατάλειψη (από και προς κάποιον/ κάτι). Αν και η “αποδέσμευση” φέρεται να αποτελεί μια πιο ορθή μεταφραστική επιλογή απέναντι στο “letting go”, επιλέγω να την αντικαταστήσω από την “ευελιξία”. Και τα κίνητρά μου είναι σαφή, περιορίζονται στα “δεσμά” της γλώσσας μου και ανήκουν στην τάξη του Συμβολικού. Με απλά λόγια, η λέξη “ευελιξία” είναι πιο εύπεπτη, παραπέμπει σε μια αισιοδοξία απαραίτητη τις ημέρες που ζούμε και μπροστά σε όσα καλούμαστε να αλλάξουμε στη ζωή μας.

Σκέψου, ποια είναι η ρουτίνα σου; Η καθημερινή σου συνήθεια; Αυτό το οποίο πίστευες ότι δεν θα μπορούσες να απαρνηθείς μέσα στην ημέρα; Αν αυτό είναι το να πίνεις ένα λίτρο νερό κάθε πρωί, για παράδειγμα, ή το πρωινό σου καφεδάκι για να “λειτουργήσεις”, το βραδινό σου αργό και φροντιστικό μπάνιο, ή το βιβλίο σου, τότε είναι πιο μικρό το “κακό”.

Η αδιαπραγμάτευτη συνήθεια της δικής μου ημέρας έχει υπάρξει για πιο πολλά χρόνια από όσο θυμάμαι η γυμναστική. Όχι μια οποιαδήποτε γυμναστική, αλλά αυτή που μου παρείχε ένα πλαίσιο κοινωνικοποίησης και ευεξίας ταυτόχρονα (δεν θα ξεχάσω ποτέ τα “πέτρινα χρόνια” της κωπηλασίας στο μονό μου skiff -και με δελφίνια να κολυμπούν δίπλα μου, και με καταγάλανα ήρεμα νερά, δεν μπορούσα να διαχειριστώ τη μοναξιά του αγωνίσματος).

Με κίνδυνο, λοιπόν, της “υπόληψής” μου (sic) κλήθηκα να παραδεχθώ στους κοντινούς μου ανθρώπους το φόβο μου να ξεφύγω από αυτή τη ρουτίνα, και να αντιμετωπίσω την καλοπροαίρετη καχυποψία απέναντι στο αν τελικά με ενδιαφέρει η κρίση που περνάμε. Σαφώς δεν είναι εδώ ο χώρος να αποδείξω τις προθέσεις μου -αν και άδραξα ευκαιρία να αναγνωρίσω ξανά την “κυνική ψυχραιμία” που με διέπει απέναντι σε μεγάλες κρίσεις (θεωρώντας πως πρόκειται για μια από τις γραμμές άμυνάς μου).

Όπως όλοι μας έχω κι άλλους φόβους -ή καλύτερα και άλλες επιθυμίες από τις οποίες δεν θέλω ή δεν μπορώ να αποδεσμευτώ. Και σίγουρα αυτό δεν είναι ένα κείμενο για να περιγράψω το πώς θα κληθώ να γυμναστώ στο σπίτι (και κυρίως μόνη). Είναι, όμως, μια ευκαιρία να σκεφτούμε όλοι πάνω στην “ευελιξία” μας -και όχι στην “αποδέσμευση” εν προκειμένω.

Μπορούμε να βρούμε τρόπους να οξύνουμε αυτή την ικανότητά μας, τα αντανακλαστικά μας απέναντι στην προσαρμοστικότητα, και τελικά να την κατακτήσουμε, παράγοντας “τέχνη”; Την τέχνη μιας καθημερινότητας στην οποία θα μπορούμε να είμαστε ευέλικτοι. Και στο τέλος της ημέρας να μην σκοτιζόμαστε…

Νομίζω πως μπορούμε αρκεί να κινητοποιήσουμε τη θέλησή μας και τη δημιουργικότητά μας (και κάπως έτσι κατέληξα να ψωνίζω –αντί για μακαρόνια, ρύζια και χαρτια- βάρη και βαράκια, λάστιχα και στρωματάκι –όπως μπορεί κανείς).

Φωτογραφία: David Hofman

Newsletter