Το Χριστουγεννιάτικο χαμόγελο μου χάθηκε, στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης. Θαρρείς, πως μαζί με τα 18 μου κεράκια, φύσηξα μακριά και την αθωότητα που απαιτούν αυτές οι μέρες, για να τις νιώσεις. Ήταν η ίδια εποχή, που έπαψα να πιστεύω σε «θαύματα». Συνειδητοποίησα ότι, ναι, τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Μα τίποτε ουσιαστικό, δεν κερδίζεται, χωρίς δάκρυα και ιδρώτα.

Ήμουν πατημένα 23, είχα τελειώσει τις σπουδές μου κι  έκανα πια τα πρώτα, επαγγελματικά μου βήματα. Οι μέρες των εορτών, δεν ήταν πια σχολικές διακοπές, ήταν εργάσιμες. Αν είσαι ωρομίσθιος, κυνηγάς να τις δουλέψεις, γιατί πληρώνονται «διπλές». Απόλυτα συμβιβασμένη, με την ενήλικη ζωή μου, πηγαινοέρχομαι από τη μία άκρη της Αττικής, στην άλλη, με τα Μέσα Μαζική Μεταφοράς. Σπαταλάω πάνω από τέσσερις ώρες στο πήγαινε-έλα.

Οι  δρόμοι είναι γεμάτοι. Προσποιητά, χαρούμενοι άνθρωποι ξεχύνονται στα καταστήματα και εξαντλούν το Χριστουγεννιάτικο πνεύμα τους, στην αγορά αγαθών. Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και ο κυνισμός της ηλικίας μου, με κάνουν να απέχω από όλα. Γίνομαι θεατής, όλης αυτής της ψευτιάς, που καμία σχέση δεν έχει, με το πραγματικό μήνυμα των Χριστουγέννων. Ένα μήνυμα, που είχα απολέσει, μέχρι εκείνο το απόγευμα.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2002. Περπατάω στα μικρά, σκοτεινά στενάκια της Αθήνας. Εκεί, που έχουν την αφετηρία τους τα περισσότερα λεωφορεία. Η ατμόσφαιρα εδώ, δεν είναι ιδιαίτερα εορταστική. Υπάρχει κόσμος απελπισμένος, αρρώστια, μοναξιά, φτώχια, παρανομία. Χαμηλώνω το βλέμμα, κρύβομαι μέσα στο παλτό μου, κρατάω σφιχτά τη τσάντα και επιταχύνω το βήμα. Η είσοδος στο λεωφορείο, μου προκαλεί, μια κάποια ασφάλεια.  Δεν είναι ιδιαίτερα γεμάτο. Βρίσκω μία θέση, δίπλα σε παράθυρο και κάθομαι χαμένη, στις τοξικές μου σκέψεις. Χαζεύω τον κόσμο με απάθεια. Για εμένα, είναι μία ημέρα σαν όλες τις άλλες.

Μπροστά μου, βρίσκονται αγκαλιασμένες, μία γιαγιά με την εγγονούλα της. Ντυμένες με διαφορετικές αποχρώσεις του κόκκινου, κρατιούνται χεράκι-χεράκι και είναι σαν να το έσκασαν, από κάποιο παραμύθι. Η  ελαφριά μυρωδιά από λιβάνι που αναδύεται, μου δίνει τη βεβαιότητα, ότι έχουν μόλις βγει από την εκκλησία. Μιλάνε τρυφερά, για τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα και τον Άγιο Βασίλη. Η γκριζομάλλα κυρία, περιγράφει στη μικρή, με τέτοια λεπτομέρεια τη συνταγή για τους κουραμπιέδες, που σχεδόν μυρίζω την άχνη ζάχαρη. Ο οδηγός βάζει μπροστά τη μηχανή. Ένας επιβάτης μπαίνει τελευταία στιγμή τρέχοντας. Λαχανιασμένος, φωνάζει «Ευχαριστώ! Καλά Χριστούγεννα». Μια λάμψη φώτισε τη καρδιά μου. Το λεωφορείο, κλείνει τις πόρτες του και ξεκινάει. Μία διαδρομή που δε θα ξεχάσω ποτέ… 

Η ζωηρή συζήτηση γιαγιάς και εγγονής τραβούν τη προσοχή μου και άθελα μου κρυφακούω θησαυρούς…

«Πόσοι ώρα θα κάνουμε γιαγιά;»

«Μέχρι να μάθεις, μια προσευχούλα που θα σου πω, θα έχουμε φτάσει.»

«Αλήθεια; Τόσο γρήγορα; Ποια προσευχή;»

«Αγάπη, να μου δώσεις σου ζητώ! Από την άδολη, εκείνη τη δική σου, να την κερνώ στον διαβατάρη, στον εχθρό, στον αρνητή σου. Να μην την λογαριάζω, καν να μη μετρώ, αν εκείνος που την παίρνει την αξίζει. Να τρέχει όπως η βρύση το νερό, που όλο χύνεται και όλο αναβλύζει!»

«Ω… είναι δύσκολη καλέ γιαγιά, πως θα τη μάθω;»

«Θα σου τη λέω συνέχεια, μέχρι να φτάσουμε…»

Κάπως έτσι, έμαθα κι εγώ τη προσευχή, που μου άλλαξε εκείνα τα Χριστούγεννα… Ίσως και ολόκληρη τη ζωή!

Ο δρόμος για το σπίτι ήταν μακρύς. Παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, κάνουν πολύ δύσκολη τη ζωή, όσων μετακινούνται με λεωφορεία. «Ένα δωράκι ήθελα να πάρω μέρες που είναι…», η συχνότερη δικαιολογία στον οδηγό, καμία «Συγνώμη» δεν ακούστηκε. Θαρρείς πως υπάρχουν ειδικά γυαλιά, που δεν μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τα λάθη μας. Κάθε φορά, που το ρήμα ΘΕΛΩ κλίνεται μόνο στο ΕΓΩ, τα ξωτικά των Χριστουγέννων, μεταμορφώνονται σε καλικάντζαρους. Το αίμα μου βράζει, γίνομαι έξαλλη με κάτι τέτοια! Έπειτα σκέφτομαι τη προσευχή, που άθελα της, μου μαθαίνει η άγνωστη γυναίκα και ηρεμώ. Βυθίζομαι στα λόγια της και ψάχνω απαντήσεις.

Όταν επιτέλους φτάνουμε, βγαίνω διαφορετικός άνθρωπος, από αυτός που μπήκα στο λεωφορείο. Έχω θυμηθεί το μήνυμα των Χριστουγέννων. Οφείλω να με «ξεδιψάσω», για να μπορέσω έπειτα ΑΓΑΠΗ να κεράσω. Ανοίγω τη καρδιά μου και  ξυπνάω το παιδί που ζει πάντα μέσα μας. Αρχίζω να χαμογελάω χωρίς λόγο, να καλησπερίζω τους αγνώστους, να μη βιάζομαι, να χαίρομαι το καθετί. Μετατρέπομαι σε αγωγό αγάπης, όπως ένα παιδί γνωρίζει  αλάνθαστα να κάνει. Ανυπομονώ να φτάσω σπίτι, να κατεβάσω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, τα λαμπάκια, τα στολίδια, τις γιρλάντες και να γιορτάσω! Την ΑΔΟΛΗ ΑΓΑΠΗ, τη δική σου…! Περνάω το βράδυ, στολίζοντας κάθε γωνιά του σπιτιού μου. Σιγοτραγουδώ χριστουγεννιάτικα τραγούδια, πλημμυρισμένη θαλπωρή. Κοιμάμαι ελάχιστα και ξυπνάω γεμάτη χαρά, από το κάλαντα των παιδιών. 

Πηγαίνω στην εργασία μου, μουρμουρίζοντας την προσευχούλα. Έπειτα από καιρό, δε γκρινιάζω, δε παραπονιέμαι, κάνω την αυτοκριτική μου και αλλάζω την οπτική μου. Προσπαθώ να δω και να απολαύσω αυτά που έχω και όχι αυτά που μου λείπουν. 

Το ίδιο βράδυ γράφω γράμμα στον Άγιο Βασίλη
«Αγαπημένε μου, δε ξέρω αν  κατάφερα να κάνω καλές πράξεις, μα σίγουρα εις γνώσιν μου, δεν έβλαψα κανέναν. Παλεύω να βγάζω τα εγωιστικά γυαλιά μου και εκτός από λέξεις, να κάνω και ενέργειες συγνώμης, όπου αντιλαμβάνομαι ότι σφάλω.  Προσπαθώ να με φροντίζω και να με αγαπάω. Κάνω συχνές επαναλήψεις και κλίνω το ρήμα ΘΕΛΩ, σε όλα του τα πρόσωπα. Μου υπενθυμίζω, ν’ ακούω τα ΘΕΛΩ  και τα ΔΕΝ ΘΕΛΩ μου, δίχως όμως να κωφεύω στων άλλων. 

Κάπως έτσι, ανοίγει η κάνουλα και η ΑΓΑΠΗ τρέχει, όπως η βρύση το νερό, που όλο χύνεται και όλο αναβλύζει…

Δε θέλω δώρο, θέλω μονάχα, να μου επιτρέψεις, να πιστέψω, πως φέτος κατάφερα να γίνω (έστω μια τρίχα περισσότερο), καλύτερος άνθρωπος! 

Σ’ ευχαριστώ, για ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΧΩ!

Σ’ αγαπώ!

Θα βρίσκομαι για πάντα, στις υπηρεσίες σου!»

 

Newsletter