Είχε μπει η άνοιξη, ο Απρίλης συνόδευε αισιόδοξα την επερχόμενη αναγέννηση. Ο ήλιος σε ξεμυάλιζε με την λάμψη του. Το παλτό είχε αντικατασταθεί από ζακέτα και στον καφέ είχαν μπει παγάκια. Τα χρώματα της φύσης είχαν ζωηρέψει! Δεν ήταν εύκολη ημέρα, Τρίτη ακόμη και στη δουλειά ήξερα πως με περίμεναν ένα σωρό καθήκοντα. Δεν ήμουν όμως ούτε 25 ετών ακόμη. Οι υποχρεώσεις μου περιορίζονταν στον επαγγελματικό τομέα και αυτές έσερναν μαζί τους ενθουσιασμό και όνειρα για εξέλιξη. Οι  βαλίτσες των ευθυνών μου ήταν άδειες και η πλάτη μου ξεκούραστη. 

Έβρεχε συνέχεια, πολύ βροχή! Τα κομψά γαλοτσάκια δεν είχαν έρθει στη μόδα. Φορούσα αθλητικά και μέχρι να φτάσω στη δουλειά, είχαν βραχεί λίγο. Αν και υπάλληλος γραφείου, εκείνη την ανοιξιάτικη, βροχερή Τρίτη με περίμεναν εξωτερικές εργασίες, που δεν μπορούσαν να αναβληθούν. Τίποτε δεν με πτοούσε, δύσκολα έχανα το χαμόγελο μου. Τέτοιες καταστάσεις, της βίωνα σαν περιπέτειες. Με έβγαζαν από τη ρουτίνα, που ΤΟΣΟ αντιπαθούσα.

Έτρεχα… Για την ακρίβεια πλατσούριζα, από τη μία μεριά της Αθήνας, στην άλλη. Έπειτα από τρεις ώρες πάνω κάτω στην πρωτεύουσα, ήμουν βρεγμένη σχεδόν ολόκληρη. Είχα αρχίσει να κρυώνω και να νιώθω δυσάρεστα. Το τελευταίο αυτοκίνητο, που με κατέβρεξε με τα βρομόνερα της Σταδίου, ενεργοποίησε ένα ηφαίστειο θυμού, που αναπαυόταν πίσω από το νεανικό, φούξια χαμόγελο μου. Ήμουν έξαλλη και στα πρόθυρα της παραίτησης! Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το λεωφορείο που περίμενα, άρχισε να φαίνεται από μακριά. Σε λίγα μόλις λεπτά, το μεγάλο όχημα, σταματάει απότομα μπροστά μου και εγώ βρίσκομαι ξαφνικά, στη δίνη ενός ανθρώπινου κυκλώνα, που με σπρώχνει και με παραγκωνίζει.

«Στοππππ!» Φωνάζει δυνατά ο οδηγός «Δε χωράνε άλλοι…», λέει και κλείνει την πόρτα αφήνοντας εμένα και έναν ηλικιωμένο, καλοστεκούμενο κύριο, κυριολεκτικά στα κρύα του λουτρού!

«Ε, όχι…» λέω ξεφυσώντας και χύνομαι απελπισμένη, στο παγκάκι της στάσης. Είναι μούσκεμα, αλλά τώρα πια ειλικρινά, καθόλου δε με νοιάζει. Παραιτημένη κλείνω την ομπρέλα και αφήνομαι αγανακτισμένη στη βροχή, που άρχισε  να  ξανά δυναμώνει.

Ο παππούς με κοιτάει σχεδόν απορημένος. Εντελώς απρόβλεπτα, αντιγράφοντας τις κινήσεις μου, έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Μετά από λίγα λεπτά, το μόνο που ακούγεται είναι η δυνατή βροχή, που σχεδόν σκεπάζει τον άσχημο θόρυβο της πόλης. Ο κόσμος κρύβεται στα υπόστεγα και περιμένει να κοπάσει η μπόρα. Εγώ και ο συμπαθείς, γκριζομάλλης «έφηβος», δυο τρελοί σε ένα παγκάκι, με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι να κοιτά τον ουρανό. Απολαμβάνουμε το δροσερό μαστίγωμα της βροχής, γινόμαστε ένα με τη φύση. Της παραδινόμαστε, ανήμποροι πια να της αντιστεκόμαστε.

Διαβάστε ακόμα: Να ανθίζεις σε οποιεσδήποτε συνθήκες 🌸

Εκείνη την ώρα, ένα σωρό, λυτρωτικές σκέψεις με επισκέπτονται. Νιώθω σαν αγριολούλουδο που ξεδιψάει και ανθίζει. Μεταμορφώνομαι σε άκακο ζώο, που ζει σε αρμονία με τη φύση. Ανακτώ την επαφή με τις αισθήσεις μου και καλωσορίζω τη βροχή στο δέρμα μου. Γενναιόδωρα με αποζημιώνει ξεπλένοντας από πάνω μου, την αδιαπέραστη στολή, του καλό-κουρδισμένου υπαλλήλου. 

Έχω αρχίσει να απορώ, με το ξύπνημα θυμού που είχα. Λίγη παραπάνω ταλαιπωρία ήταν αρκετή, για να ενεργοποιηθεί το θυμωμένο ηφαίστειο που κοχλάζει ενδογενώς. Αλήθεια, πόσες μπόρες είχα πνίξει μέσα μου, πριν ηττηθώ από ετούτη εδώ; Διαφορετικά, γιατί να θυμώσω τόσο; Ήταν απλά βροχούλα. Νεράκι ευλογημένο, για κάθε τι που έχει μέσα του ζωή. 

Όλο αυτό αρχίζει πια να μου φαίνεται αστείο.

Ξεκινάω να γελάω χαρούμενα, σαν παιδί που χοροπηδάει στις λάσπες. Ο εκκεντρικός παππούς με ακολουθεί. Το γέλιο μας όλο και δυναμώνει, λίγο μετά, ξεκαρδιζόμαστε κρατώντας τις κοιλιές μας. Η νεροποντή σιγά – σιγά κοπάζει, ως που σταματάει τελείως, θαρρείς και τα χαρμόσυνα, ενθουσιώδη γέλια μας τη νικήσαν. 

«Μα τι παλιόκαιρος!» γυρνάω και του λέω. 

«Μπα, δε νομίζω…», απαντάει και με ξαφνιάζει. «Μέσα σου έχεις λιακάδα κόρη μου και είμαι τυχερός που στάθηκα δίπλα σου, γιατί με το χαμόγελό σου, έφερες και σε εμένα την άνοιξη, σ’ ευχαριστώ!». 

Η βροχή έχει σταματήσει πια τελείως, το επόμενο λεωφορείο πλησιάζει. Απροσδόκητα, τρέχω και σταματάω το ταξί που προπορεύεται.  «Εγώ σας ευχαριστώ κύριεεε!», του φωνάζω με ενθουσιασμό. Ακουμπάω ένα φιλί στο χούφτα μου και με παιδικότητα, του το ταχυδρομώ, λίγο πριν κλείσω την πόρτα. 

Σκουπίζω πρόχειρα το τηλέφωνο μου, στο κάθισμα του ταξί και καλώ στο γραφείο. «Δυστυχώς, δεν τελείωσα όσα είχαμε προγραμματίσει για σήμερα. Είμαι όμως βρεγμένη, μέχρι το κόκκαλο, πάω σπίτι μου να αλλάξω και επιστρέφω να συνεχίσω…».

«Όχι Τώνια μου, τελείωσες για σήμερα, καλή ξεκούραση!» με καθησυχάζει στοργικά μια φωνή, από την άλλη μεριά του τηλεφώνου!

Χαμογελάω ανακουφισμένη και κοιτάω μαγεμένη το ουράνιο τόξο, που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα! 

«Να δεις που αυτή η μπόρα ήταν η τελευταία…», μονολογεί ο οδηγός του ταξί, «…Επιτέλους μπήκε η άνοιξη!!!».

Με το βλέμμα χαμένο στα χρώματα της ίριδας, «Νομίζω, πως έχετε δίκιο…» του ψιθυρίζω απαλά και νιώθω ξανά, τη ΛΙΑΚΑΔΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ!!!

❤️ Φωτογραφία: Corey Hearne

Newsletter