Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τότε που ακόμη, η μαμά μου με κρaτούσε από το χέρι και με πήγαινε σχολείο, περνούσαμε μπροστά από μία παλιά μονοκατοικία. Η ιδιοκτήτρια της είχε κρεμασμένα με καμάρι, στη πρόσοψη του σπιτιού της, πέντε κλουβιά με καναρινάκια. «Κοίτα, κοίτα τα πουλάκια.», μου έλεγε η μαμά μου. «Ναι τα είδα.», μουρμούριζα μέσα από τα δόντια μου, σφίγγοντας τα γεμάτη θυμό.

Όχι, καθόλου δε τη συμπαθούσα αυτή τη γειτόνισσα, όσα γλυκόλογα και αν μου έλεγε, όσα κομπλιμέντα και αν μου έκανε για τις κορδέλες και τα φορέματά μου. Τίποτα δε μπορούσε να αλλάξει την άποψη μου, για εκείνη τη μοναχική γυναίκα, την κυρία Ντίνα Καρρά. Ήταν μία κακιά μάγισσα, που φυλάκιζε τους τραγουδιστές των αιθέρων  και τους χρησιμοποιούσε για τη δική της προσωπική ευχαρίστηση. Ήταν σατανική και εγώ πάρα πολύ θυμωμένη. Μέτραγα τις μέρες μέχρι τη στιγμή, που η μαμά θα με άφηνε να πάω μόνη μου σχολείο. Οργάνωνα σχολαστικά ένα σχέδιο απελευθέρωσης, εκείνων των αβοήθητων, μποέμηδων της φύσης. Δε με ήξερε καλά, η κυρία Καρρά Ντίνα, θα έβρισκε το μπελά της μαζί μου!

Όταν αποφάσισα να της μιλήσω… «Τα προστατεύω, δεν τα βλάπτω!», μου είπε. «Δε ξέρεις, τι κίνδυνοι και τι αρρώστιες υπάρχουν εκεί έξω μικρή μου.»

«Μα θέλουν να πετάξουν!», επέμεινα.

«Δε ξέρουν να πετούν!»

«Μα είναι πουλιά, θα βρουν τον τρόπο!» της απάντησα, με παιδική αποστομωτική σοφία. 

«Τα έχω στα κλουβιά τους από μωρά, δεν ξέρουν να ζουν ελεύθερα!»

Κάπως έτσι εγκατέλειψα τη προσπάθεια να της αλλάξω γνώμη. Ήμουν πολύ μικρή για να παρακούσω τους γονείς μου και πολύ ντροπαλή για να έρθω σε αντιπαράθεση, με το σύστημα αξιών της κυρίας Καρρά Ντίνας. 

Αποφάσισα λοιπόν, κάθε φορά που θα πέρναγα από το σπίτι της και δε θα στεκόταν στο παράθυρο της, για να κουτσομπολέψει ότι κινείτε σε απόσταση χιλιομέτρων, να μιλάω στα καναρίνια της. Τους μίλαγα για τη ζωή στον ουρανό, για τη χαρά του πετάγματος, τα λουλούδια, τα δέντρα, μα και για τ’ άλλα πουλιά. Πίστευα με το αθώο μου μυαλό και την αγνή παιδική μου καρδούλα, πως έτσι θα τα πείσω να αποδράσουν. Μάταια… Ίσως το μόνο που κατάφερνα, ήταν να κάνω τη φυλακή τους λιγότερο θλιβερή. 

Οι μήνες περνούσαν και δεν είχα τα αποτελέσματα που επιθυμούσα. Τότε μου ήρθε μία καταπληκτική ιδέα! Χρειαζόμουν έναν σύμμαχο, κάποιον που δεν θα ήταν τόσο υποταγμένος, στις γονικές υποδείξεις. Απευθύνθηκα στον ξάδελφο μου, που ήταν μεγάλη «αλήτρα». Εκείνος, ένα μεσημέρι μαζί με τον κολλητό του, (και μέλλοντα σύζυγο μου) σκαρφάλωσαν ο ένας, στη πλάτη του άλλου και άνοιξαν τα πορτάκια από τα κλουβάκια. Έτρεμα από την αγωνία μου, λίγο έλειψε να μας πιάσουν και εκείνα τα αλαφροΐσκιωτα,  δεν εκτίμησαν την ηρωική μας πράξη.

Δεν έφυγαν, δεν πέταξαν μακριά… Παρακολουθούσαμε κρυμμένοι να δούμε την μεγάλη τους απόδραση,  μα εκείνα τίποτε! Λίγα λεπτά αργότερα, μάθαμε μέσα από το παραμιλητό της κυρά Ντίνας, την ακόμη σκληρότερη αλήθεια. «Αχ, μα πως συνέβη αυτό, ευτυχώς που σας έχω κολλήσει τα φτερά, Αγάπες μου». Την υποκρίτρια, τη μάγισσα! Κι εκεί μπροστά στα αγόρια, πληγωμένη βαθιά, με τα μάτια κατακόκκινα και κομμένη την ανάσα από τα κλάματα, έβγαλα τα σωθικά μου… Άδειασα από μέσα μου, τον πόνο και το άδικο του κόσμου που ζούσα και άρχιζα να αντιλαμβάνομαι τη σκληρότητά του. Μύρισα ξεκάθαρα για πρώτη φορά, την σαπίλα του ανθρώπινου είδους.

Το περιστατικό είχε διαγραφεί από τις μνήμες μου. Το υποσυνείδητο μου το ανέσυρε, όταν κλήθηκα σαν υπεύθυνη μάνα και φοβισμένη κόρη να προστατεύσω αυτούς που αγαπώ. 

Βρέθηκα λοιπόν στα 40+ μου, αντιμέτωπη με μία άλλη ΚαραΝτίνα. Τούτη εδώ μάλιστα, με έπεισε να κρύψω στο κλουβάκι τους και τα δικά μου καναρινάκια. Ξεπήδησε  στο μυαλό μου η γειτόνισσα και οι ομοιότητες των γεγονότων με τρόμαξαν, έκανα τον παραλληλισμό και πόνεσε η ψυχή μου… Βρισκόμουν μπροστά σε έναν στενό μονόδρομο! Δεν είχα την δυνατότητα επιλογής! Έκλεισα την πόρτα μου και αγωνίστηκα να κρατήσω τα μυαλά τους ανοιχτά, τις ψυχές τους ελεύθερες και τη φαντασία τους ζωντανή. Στόλισα τη πραγματικότητα με ότι βρήκα. Τραγούδια, χορό, παραμύθια, παιχνίδια. Οργάνωσα κυνήγια κρυμμένου θησαυρού. Ντύθηκα νεράιδα, δασκάλα, γυμνάστρια. Συνειδητά υποταγμένη, στην ηθική μου επιταγή! Ανέλαβα, όπως μου ζητήσατε, την προσωπική μου ευθύνη κυρίες και κύριοι. Έκανα το σωστό.(;)

Κουβαλώντας πολλά κιλά ελπίδας, έκρυψα τα καναρινάκια μου και περιμένω το φτου ξελευθερία για όλους…

Μέχρι τότε, έτσι για να ξορκίσω το κακό, προσεύχομαι ψιθυριστά κάθε που τα κοιτάζω. Κάνε θεέ μου, να μην ξεχάσουν να ΠΕΤΟΥΝ και να αγκαλιάζουν. Μην τους κολλήσει τις φτερούγες ο ΦΟΒΟΣ ενός αόρατου εχθρού!

Διαβάστε: Χωρίς φόβο! Έτσι θέλω να ζήσω!

Newsletter