Είχα στείλει κωδικό 6 και περπατούσα με βήμα ταχύ, το μυαλό μου έτρεχε κι αυτό, στις υποχρεώσεις της ημέρας. Ήμουν λίγο λαχανιασμένη και πολύ αγανακτισμένη. Γκρίνιαζα και μονολογούσα μέσα από τη μάσκα μου, πως δεν είναι δυνατόν να είμαστε σε καραντίνα, τα πάντα να είναι κλειστά και εγώ να έχω καταφέρει ακόμη και τώρα, να έχω έναν σκασμό υποχρεώσεις. Τι κακό ήταν αυτό με εμένα, πότε επιτέλους θα σταματούσα, να θέλω να περάσουν όλα από τα χέρια μου! Πότε θα ανέτρεπα επιτέλους μέσα μου, το καλά εδραιωμένο, στερεότυπο της Ελληνίδας μάνας, που θέλει να τα κάνει όλα μόνη της, για να τα κάνει «υποτίθεται» σωστά! Αυτός θα ήταν ο στόχος μου για το 2021, θα προσπαθούσα να γίνω λιγότερο «συγκεντρωτική»!

Ασφυκτιούσα μέσα στις ίδιες μου τις σκέψεις, όταν κουτούλησα πάνω σε ένα κορμό δέντρου. Άουτς… Από τη μία πονούσα, από την άλλη γελούσα με την αφηρημάδα μου… Μέσα σ’ αυτή τη παραζάλη, τρίβοντας παρηγορητικά το καρούμπαλο, που κέρδισα με το σπαθί μου,  ένιωσα ξανά σαν ζωηρό πεντάχρονο. Ταξίδεψα πίσω στο χρόνο και με είδα στρουμπουλή και χαμογελαστή, να παρακολουθώ τη μαμά μου να μαγειρεύει, να μιλάει στο τηλέφωνο και ταυτόχρονα να κάνει πλεξούδα τα μακριά μαλλιά μου. Χώρεσα με άνεση, μέσα στα άσπρα μου πεδιλάκια  και έτρεξα ξελιγωμένη από τα γέλια και τη μυρωδιά του ζεστού ψωμιού, γύρω από τη γιαγιά μου την ώρα που το έψηνε στο ξύλο-φούρνο, τάιζε τις κοτούλες της και ταυτόχρονα κουτσομπόλευε με τη γειτόνισσα. Άκουσα ξεκάθαρα, το χτύπο της καρδιάς μου, γρήγορο και δυνατό, την ώρα που προσπαθούσα να κρυφτώ, κάτω από τη καρέκλα της αδελφής μου, ενώ εκείνη διάβαζε, ζωγράφιζε και ταυτόχρονα έπαιζε μαζί μου. 

Ήμουν εκτεθειμένη σε όλο αυτό το υιικό φορτίο, ολόκληρη την ανήλικη ζωή μου. Μπολιάστηκα με ένα γυναικείο μικρόβιο, αρχαίο και πανανθρώπινο. Έγινα κι εγώ, όπως όλες οι προγονές μας, γυναίκα «συγκεντρωτική»! 

Έκτοτε και για πολλά χρόνια, καμάρωνα η ανόητη, πως είχα καταφέρει να γίνω ένα πολύ-εργαλείο, ένας εξυπηρετικός  ελβετικός σουγιάς, όπως η μαμά μου, όπως η γιαγιά μου, όπως η αδελφή μου, όπως όλες μας, φίλες μου! Έφτασε μάλιστα η στιγμή, που πίστεψα πως οι γυναικείες ποδιές έχουν υπερδυνάμεις, κάτι σαν τη κάπα του Superman. Ένιωθα υπερηφάνεια, που ήμουν ικανή να κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα, να έχω δεκάδες ρόλους και να τους κάνω όλους «καλά;». Είχα κατορθώσει να αισθανθώ ανεξάρτητη και αυτόνομη. Θεωρούσα χρέος μου, να καταφέρω να σε απαλλάξω, από το βάρος των υποχρεώσεων σου!

Σαν εργαζόμενη, από την πρακτική μου ακόμη, κυνήγησα με πάθος, το τίτλο της κυρίας «ΝΑΙ, ΜΠΟΡΩ!». Παράσημο ικανότητας το θεωρούσα! Να αναλάβω μία επιπλέον ευθύνη, να μείνω μία επιπλέον ώρα. Να κάνω κάτι παραπάνω, για να το κάνω τάχα μου σωστά. Μεταξύ μας, να το κάνω απλά με το δικό μου σχολαστικό τρόπο ήθελα, για να εκμηδενίσω τις πιθανότητες λάθους. Τα δαιμονοποίησα τα λάθη, λες και αυτά δεν είναι μέρος της ζωής και της εξέλιξης μας!

Μετά δε ξέρω τι έγινε ξαφνικά. Λες να μεγάλωσα; Άρχισα πάντως να κουράζομαι, σωματικά και ψυχικά. Άρχισα να βαριανασαίνω, κάθε που έπρεπε να φέρω εις πέρας, μία υποχρέωση, που δεν ήταν πραγματικά δική μου. Να σηκώσω ένα βάρος, για το οποίο καμία ευθύνη δεν έφερα εγώ. 

Άρχισα να γίνομαι γκρινιάρα και φωνακλού. Να μην νιώθω καλά πουθενά. Να μην αντέχω το πετσί μου. Πονούσαν τα πόδια μου, η μέση μου, η ψυχή μου. 

Το να θέλω να τα κάνω όλα μόνη μου και όλα τέλεια, μου κόστιζε ακριβά. Η χαρά και η ξεγνοιασιά είχαν κρυφτεί φοβισμένες, βαθιά μέσα μου. Είχα καταφέρει με ζογκλερική ικανότητα, να αναλάβω τόσες ευθύνες, που το μόνο που δεν έκανα, ήταν να μασάω τη τροφή και να την προσφέρω. 

Η αυτοπεποίθηση που είχα νιώσει τα πρώτα χρόνια, είχε αντικατασταθεί από ένα «…ΑΧ…», σε συνδυασμό με έναν βαθύ αναστεναγμό. 

Κάτι έπρεπε να αλλάξει, ήταν άδικο και για εμένα και για τους γύρω μου όλο αυτό. Εγώ ζούσα μία ζωή, που δεν προλάβαινα να απολαύσω τις χαρές της και οι άλλοι μία ζωή, που δεν τους έδινε την ευκαιρία να εξελιχθούν, να ωριμάσουν. 

Οι αλλαγές των πεποιθήσεων μας είναι ξεριζωμοί! Πονάνε! Μετανάστη σε κάνουνε μέσα στην ίδια σου τη ζωή. Το παλιό σε τραβάει προς τα πίσω και το νέο σε  φωνάζει κοντά του. Μα άμα δε περνάς καλά μέσα σ’ αυτά που έχεις μάθει, πρέπει να φτιάχνεις μία μικρή βαλίτσα, μόνο με τα απαραίτητα και να τραβάς το δρόμο του λυτρωμού, το δρόμο προς τα μπρος. 

Ξέρεις κάτι ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ πια και δε ντρέπομαι γι αυτό! Επιλέγω τώρα δα, να αφαιρέσω, τη συγκεντρωτική μου ικανότητα, από τη μονάδα μέτρησης της αξίας μου. Δεν μπορώ, ίσως και να μη θέλω πια, να είμαι ικανή για όλα. Ίσως να αποφάσισα, να μοιράσω το βάρος που σηκώνω, στους πραγματικούς ιδιοκτήτες του. Ίσως ακόμη  ακόμα να έπαψε να με ενδιαφέρει ο τίτλος της ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ και να θέλω να είμαι απλά ΚΑΛΗ!!! Πρώτα με εμένα και έπειτα με όλους τους άλλους.

Μη με περάσεις για αγενή, άμα σου πω ΔΕ ΜΠΟΡΩ. Σκέψου ότι πράγματι, ίσως να μην αντέχω, κάτι παραπάνω τη δεδομένη στιγμή. Ή τουλάχιστον αναγνώρισε μου το αναφαίρετο, δημοκρατικό μου δικαίωμα, απλά να ΜΗ ΘΕΛΩ! 

Έπειτα από 45 λεπτά βαδίσματος σε ρυθμούς καταδίωξης. Η επιστροφή στο καταφύγιο μου, με βρήκε ιδρωμένη, πονεμένη αλλά και αποφασισμένη, να αναλάβω από εδώ και στο εξής, μόνο το μερίδιο υποχρεώσεων που μου αναλογεί! Ξεκλειδώνω τη πόρτα, όλο ανακούφιση και αντικρίζω τη κόρη μου, να μιλάει στο τηλέφωνο, να διαβάζει και να δένει τα κορδόνια του αδελφού της, ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ!

Θεέ μου… 

Συγνώμη…

Έχω ήδη μεταδώσει το μικρόβιο στην επόμενη γενιά…

Διάβασε ακόμη και άλλα άρθρα από την στήλη ”Νιώσε Καλά” της Τώνιας Καψοκόλη

❤️Φωτογραφία από: Alexander Dummer

 

Newsletter